- οικετικός
- οἰκετικός, -ή, -όν (ΑΜ) [οικέτης]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα μέλη τής οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῑν», Ιώσ.)2. αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι, οικόσιτος, σπιτικός3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκετικόν(με περιλπτ. σημ.) το σύνολο τών οικετών, τών δούλων («ἐκάλει ἐπ' ἐλευθερίᾳ τὸ οἰκετικόν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.